- Ζαϊρ
- το Заир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ζαΐρ — I Παλαιότερη ονομασία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Βλ. λ. Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία. II Παλαιότερη ονομασία του ποταμού Κονγκό. Βλ. λ. Κονγκό … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
οκαπία — (okapia johnstoni). Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλοπαρδαλιδών. Το θηλαστικό αυτό, το μόνο συγγενές με την καμηλοπάρδαλη, έχει ύψος ως το ακρώμιο 1,50 μ. και λαιμό όχι υπερβολικά μακρύ σε σχέση με το σώμα. Τα κέρατα (έχει μόνο… … Dictionary of Greek
Ουμπανγκί — Ποταμός (περ. 1.000 χλμ.) της Κεντρικής Αφρικής ο κυριότερος παραπόταμος του Κονγκού. Σχηματίζεται σε απόσταση 90 χλμ. από το Μπανγκάσου, από την ένωση των ποταμών Μπόμου και Ουέλε. Ακολουθώντας τα σύνορα ανάμεσα στη Δημοκρατία της Κεντρικής… … Dictionary of Greek
πρωτόπτεροι — Δίπνευστα ψάρια της οικογένειας των λεπιδοσειρηνιδών. Τα λίγα είδη π. ζουν στην τροπική Αφρική· ένα από τα γνωστότερα είναι ο π. ο αιθιοπικός, αρκετά κοινός στις περιοχές που περιλαμβάνονται μεταξύ του νότιου Σουδάν και της Nοτιοαφρικανικής… … Dictionary of Greek
Ταγκανίκα — Λίμνη της κεντρικής Αφρικής, μεταξύ της Δημοκρατίας του Ζαΐρ στα Δ και της Τανζανίας στα Α· επίσης, βρέχονται από τη λίμνη το Μπουρούντι (στο βόρειο άκρο) και η Ζάμπια (στο νότιο). Η Τ. ανακαλύφθηκε το 1588 από τους Σπικ και Μπάρτον και η… … Dictionary of Greek
Τσόμπε, Μόουζες — Πολιτικός του Ζαΐρ. Bλ. λ. Ζαΐρ … Dictionary of Greek
Σουαχίλι — Ομάδα της φυλής Μπαντού, που κατοικεί την ανατολική ακτή της Αφρικής, απέναντι από τα νησιά Ζανζιβάρη, Μαφία και Πέμπα. Τα μέλη της ομάδας αυτής αποτελούν μείγμα ιθαγενών νέγρων Μπαντού και Αράβων άποικων από τη Ζανζιβάρη, τη Μασκάτη και τη… … Dictionary of Greek
Τσόκουε — οι, Ν άκλ. εθνολ. λαός Μπάντου που ζει στο νότιο τμήμα τού Ζαΐρ, στη βορειοανατολική Αγκόλα και στο βορειοδυτικό άκρο τής Ζάμπια, αλλ. Μπατζόκουε … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek